- σακχαροποιός
- ο, Νο ζαχαροποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα, Ιήτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακχαροποιία — η, Ν η ζαχαροποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Β. Π. Καλογερόπουλο] … Dictionary of Greek
σακχαροποιώ — έω, Ν [σακχαροποιός] μετατρέπω κάτι σε ζάχαρη μετά από σχετική κατεργασία … Dictionary of Greek